αρρενομίκτης
Смотреть что такое "αρρενομίκτης" в других словарях:
αρρενομίκτης — ἀρρενομίκτης, ο (Α) ο αρσενοκοίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + μικτης < μείγνυμι] … Dictionary of Greek
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
αρενομιξία — ἀρρενομιξία, η (AM) [αρρενομίκτης] η συνουσία μεταξύ αρρένων … Dictionary of Greek